βακχιώ

βακχιώ
βακχιῶ (-όω) (Α)
προκαλώ βακχική μανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βακχίῳ — Βάκχιος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχίῳ — Βάκχειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίωι — Βακχίῳ , Βάκχιος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχίωι — βακχίῳ , Βάκχειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα …   Dictionary of Greek

  • συνασπίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση 2. μέσ. συνασπίζομαι (για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού μσν. αρχ. τάσσομαι σε πυκνή παράταξη αρχ. 1. είμαι συστρατιώτης 2. (κατ επέκτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”